μεσομηνία

μεσομηνία
μεσομηνίᾱ , μεσομηνία
mid-month
fem nom/voc/acc dual
μεσομηνίᾱ , μεσομηνία
mid-month
fem nom/voc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μεσομηνία — μεσομηνία, ἡ (Α) το μέσο τού μήνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + μηνία (< μήνη «σελήνη»), πρβλ. νου μηνία] …   Dictionary of Greek

  • μεσομηνίαν — μεσομηνίᾱν , μεσομηνία mid month fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσομήνιον — μεσομήνιον, τὸ (Α) [μεσομηνία] η μεσομηνία* …   Dictionary of Greek

  • μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”